- στόλιον
- τὸ, ΜΑ [στολή]ένδυμα, κυρίως τών φιλοσόφων (α. «περιβαλλοῡ τὰ στολία σου τὰ ἐν ἐκκλησίᾳ», Ευσ.β. «ἐν κομψῷ στολίῳ», Αρρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στόλιον — scanty garment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίῳ — στόλιον scanty garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροστόλιο — Το σύνολο από γλυπτά ή ζωγραφιστά στολίδια που υπήρχαν στο ελαφρύ σανίδωμα, στις πλώρες των παλιών καραβιών. Παλαιότερα, έδιναν πολύ προσοχή στον εξωτερικό διάκοσμο των πλοίων. Συνήθιζαν να χρωματίζουν τα πλοία με ωραία χρώματα ή να σκαλίζουν… … Dictionary of Greek
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
περιστόλια — τὰ, Μ κοσμήματα ή στολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στολιον (< στολή «στολισμός»), πρβλ. νυφο στόλι] … Dictionary of Greek